πτέρις

πτέρις
Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και ως βλάχα, βράχλα, φτέρα και φτέρη. Είναι ανεπτυγμένη πόα, με ρίζωμα καστανό ή μελανότεφρο με πολυσχιδή φύλλα πράσινου χρώματος, των οποίων το μήκος ξεπερνά τα 100 εκ. Είναι είδος συνηθισμένο σε ολόκληρη την Ευρώπη, που φυτρώνει μόνο του στους αγρούς, στα βοσκοτόπια και στις πλαγιές των δασών. Πολλές φορές η π. αποτελεί ενοχλητικό ζιζάνιο των αγρών που καλλιεργούνται.
* * *
-ιδος, η, ΝΜΑ, και πτερίς, -ίδος, Α
βοτ. κοσμοπολιτικό γένος πτεριδοφύτων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και περιλαμβάνει 250 περίπου είδη τών τροπικών και εύκρατων περιοχών, κν. σήμερα γνωστό ως φτέρη
αρχ.
1. το φυτό ἀσπίδιον*
2. το φυτό δρυόπτερις*
3. φρ. «νυμφαία πτερίς» — το φυτό θηλυπτερίς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + επίθημα -ις, -ιδος (πρβλ. θαμν-ίς, πτάκ-ις). Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τών φύλλων του που μοιάζουν με φτερό. Από την άλλη μεριά, τα γερμ. Farn και αγγλ. fern (πρβλ. λατ. filix, -icis «φτέρη») έχουν συνδεθεί με το αρχ. ινδ. parna- «φτερό, φύλλο». Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται ο τ. φτέρη*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πτερίς — male fern fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρις — πτέρῑς , πτέρις male fern fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πτέρις male fern fem nom sg πτέρις male fern fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρις — η βλ. φτέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτέρει — πτέρις male fern fem nom/voc/acc dual (attic epic) πτέρεϊ , πτέρις male fern fem dat sg (epic) πτέρις male fern fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρεις — πτέρις male fern fem nom/voc pl (attic epic) πτέρις male fern fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέριν — πτέρις male fern fem acc sg πτέρις male fern fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροῖν — πτέρις male fern fem gen/dat dual (attic epic doric) πτερόν feathers neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδα — πτερίς male fern fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδες — πτερίς male fern fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδι — πτερίς male fern fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”